Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η σωματική ανάπτυξη

  • 1 физический

    επ.
    1. φυσικός, της φυσικής•

    -ие теории θεωρίες φυσικής•

    физический факультет η φυσική σχολή•

    -ие опыты πειράματα φυσικής.

    2. της φύσης•

    -ие свойства почвы οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους.

    3. σωματικός•

    -ое развитие σωματική ανάπτυξη•

    -ак усталость σωματική κούραση•.физическийое воспитание σωματική (φυσική) αγωγή•

    -ие упражнения σωματικές ασκήσεις•

    βλ. физкультура- -ая сила σωματική δύναμη•

    физический труд σωματική εργασία•

    -ое воздержание σεξουαλική εγκράτεια.

    εκφρ.
    - ая география – φυσική γεωγραφία.

    Большой русско-греческий словарь > физический

  • 2 физический

    физический 1) φυσικός 2) (телесный) σωματικός; \физическийое развитие η σωματική ανάπτυξη
    * * *
    2) ( телесный) σωματικός

    физи́ческое разви́тие — η σωματική ανάπτυξη

    Русско-греческий словарь > физический

  • 3 физический

    физическ||ий
    прил
    1. (относящийся к физике, к физическим явлениям) φασικός:
    \физическийая хи́мия ἡ φυσική χημεία· \физическийая география ἡ φυσική γεωγραφία· \физический факультет ἡ σχολή φυσικής·
    2. (телесный, мускульный) σωματικός:
    \физическийое развитие ἡ σωματική ἀνάπτυξη· \физический труд ἡ σωματική ἐργασία· \физическийая сила ἡ σωματική δύναμη· \физическийая культу́ра ἡ φυσική ἀγωγή, ἡ γυμναστική.

    Русско-новогреческий словарь > физический

  • 4 аномалия

    θ.
    ανωμαλία•

    аномалия в физическом развитии ανωμαλία στη φυσική (σωματική) ανάπτυξη•

    курская магнитная аномалия η μαγνητική ανωμαλία (απόκλιση) του Κούρσκ.

    Большой русско-греческий словарь > аномалия

  • 5 правильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. σωστός, ορθός•

    -ое произношение σωστή προφορά•

    правильный ответ σωστή απάντηση.

    || κανονικός, αρμονικός•

    -ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.

    || ομαλός•

    правильный глагол ομαλό ρήμα•

    -ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.

    2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.
    3. ρυθμικός•

    -ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.

    4. συμμετρικός•

    правильный нос κανονική μύτη.

    εκφρ.
    правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.
    επ.
    ομαλυντικός• λειαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > правильный

См. также в других словарях:

  • ανάπτυξη — η 1. αύξηση, μεγάλωμα των οργανικών όντων: Το παιδί παρουσιάζει πρόωρη σωματική ανάπτυξη. 2. γενικά μεγάλωμα, προαγωγή: Η πόλη αυτή σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη την τελευταία εικοσαετία. 3. λεπτομερειακή έκθεση, ανάλυση: Έκαμε μια άρτια ανάπτυξη του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • φυή — και δωρ. τ. φυά, ἡ, Α 1. σωματική ανάπτυξη, σωματική διάπλαση, ιδίως αρμονική 2. (για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση 3. η φυσική δύναμη τού ανθρώπου («φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει», Πίνδ.) 4. ηλικία 5. υπόσταση 6. μορφή υπό την οποία εμφανίζεται κάτι… …   Dictionary of Greek

  • εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… …   Dictionary of Greek

  • Ιππομέδων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ταλαού ή του Αριστόμαχου, αδελφός ή ανιψιός του Αδράστου. Καταγόταν από το Άργος ή τις Μυκήνες. Έμενε σε ένα χωριό κοντά στη Λέρνα και διακρινόταν για τη σωματική ανάπτυξη και τη δύναμή του. Πήρε μέρος στην… …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»